Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Επέστρεφα...





Παρασκευή 18 Οκτωβρίου, ώρα 8 περίπου, μετρό Συντάγματος. Γυρίζω σπίτι. Και άλλοι πολλοί άνθρωποι γυρίζουν σπίτι, ή όπου αλλού. Είμαστε όλοι κουρασμένοι και θλιμμένοι. Κοιτάζω τους απέναντι, αυτούς που θα πάνε προς την άλλη κατεύθυνση, το ίδιο κουρασμένοι και θλιμμένοι. Μου είναι όλοι γνώριμοι. Έχουμε συναντηθεί πολλές φορές, εμείς ή άλλοι. Στην ίδια κατάσταση.

Κι όμως, κάτι έχει αλλάξει. Έχω τη φευγαλέα εντύπωση πως κάτι έχει αλλάξει, κάτι έχει προστεθεί σ’ αυτό το τόσο συνηθισμένο γκρίζο σκηνικό. Παρατηρώ λίγο καλύτερα. Μα ναι, πώς δεν το πρόσεξα αμέσως! Το πλήθος που περιμένει τον απέναντι συρμό δεν είναι πια σκέτο γκρίζο, έχουν και λίγο χρώμα στην πλάτη τους. Κάτι κίτρινο με μια μικρή ζωγραφιά και μερικές λέξεις.

Ξαφνικά θυμήθηκα όλη τη συζήτηση της προηγούμενης μέρας για την καμπάνια με τον Καβάφη στα μέσα μαζικής μεταφοράς. «Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.» Αυτό έγραφε στον τοίχο. Ή μάλλον όχι στον τοίχο. Σε ένα μεγάλο κίτρινο αυτοκόλλητο στο οποίο διακρίνονταν κάπως τα χωρίσματα από τα πλακάκια που η ποίηση είχε καλύψει.

Θυμήθηκα όλη τη συζήτηση κυρίως για το στίχο «είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία», τα είπαν όλοι, τα είπε ο Σαραντάκος καλύτερα απ’ όλους. Όμως εκείνη την ώρα ήμουν πολύ κουρασμένη για να σκεφτώ. Εκείνη την ώρα μόνο χάζευα. Και το μόνο που ένιωσα ήταν ότι ο Καβάφης δεν είχε θέση εκεί. Σ’ ένα δεν-έχω-σήμερα-κεφάλι-για-δουλειά, σ’ ένα αδιάφορο σκίτσο με γυαλάκια και σ’ ένα ίδρυμα Ωνάση πάνω σε κίτρινο αυτοκόλλητο πάνω στα πλακάκια της αποβάθρας.

Ή μάλλον ο Καβάφης έχει θέση εκεί. Μπορώ να διακρίνω μερικούς ανθρώπους απέναντι που περιμένουν το μετρό διαβάζοντας. Εκεί είναι ο Καβάφης χωρίς αυτοκόλλητο. Μπορώ να διακρίνω τον Καβάφη και σε αυτούς που δε διαβάζουν στο μετρό. Ακόμα και σ’ αυτούς που δε διαβάζουν ποτέ, κι ας μην το ξέρουν. Υπάρχει περίπτωση να το μάθουν. Όχι διαβάζοντας από περιέργεια «αυτό το κουλ τυπάκι με τα γυαλιά που λέει ότι δεν έχει κεφάλι για δουλειά». Ακόμα κι αν όλο αυτό μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα «κόλπο» για να τον διαβάσουν (λέμε τώρα) ε όχι, δεν του αξίζει του Καβάφη αυτό το καροτάκι.

Τέλος πάντων, γύρισα σπίτι και μετά σκέφτηκα πως κοίταξα μόνο στους απέναντι και δε γύρισα από περιέργεια να δω αν είχα κι εγώ Καβάφη στην πλάτη μου. Παίζει να ντράπηκα τον Ποιητή.



Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Υποθέσεις για ανυποψίαστους




Ας υποθέσουμε πως υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους όλα αυτά που παίζουν τον τελευταίο καιρό οι τηλεοράσεις τους είναι  τρομερές αποκαλύψεις. Ας υποθέσουμε πως δεν ήξεραν. Δεν ήξεραν ότι οι χρυσαυγίτες είναι ναζί εγκληματίες. Αναρωτιόμαστε λοιπόν: τι σκέφτονται τώρα αυτοί οι άνθρωποι; Άλλαξαν γνώμη; Αποφάσισαν να μην τους ξαναψηφίσουν;

Ας μη γελιόμαστε. Αυτοί οι άνθρωποι είναι αρκετά ηλίθιοι αλλά όχι τόσο ηλίθιοι ώστε να μην είχαν καταλάβει ότι οι χρυσαυγίτες είναι ναζί. Απλώς δεν τους πολυνοιάζει. Δεν τους νοιάζει τίποτα που δεν επηρεάζει την καθημερινότητά τους σε πρώτο επίπεδο.

Και ότι οι χρυσαυγίτες είναι εγκληματίες, κι αυτό το ήξεραν. Αλλά εντάξει, μετανάστες βαράνε. Που έτσι κι αλλιώς είναι μισητοί. (Μου είναι αδύνατον να χρησιμοποιήσω τη λέξη «λαθρομετανάστης» ακόμα και υποθέτοντας το σκεπτικό του χρυσαυγ... του ψηφοφόρου της χρυσής αυγής εννοώ –αλλά στάσου, ο πασόκος, ο νεοδημοκράτης, ο συριζαίος είναι ψηφοφόροι. Χρυσαυγίτη δε λένε τον «ανυποψίαστο» ψηφοφόρο;)

Μα θα μου πεις, δεν ήξεραν οι ανυποψίαστοι χρυσαυγίτες ότι οι υποψιασμένοι χρυσαυγίτες σκοτώνουν και Έλληνες. Κάτσε, ποιους Έλληνες σκοτώνουν; Αυτούς που δεν τους γουστάρουν. Αλλά οι ανυποψίαστοι χρυσαυγίτες δεν ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία, τους ψήφισαν άλλωστε, και τέλος πάντων αν υποθέσουμε πως δε γουστάρει τη χρυσή αυγή κάνας γνωστός τους (είπαμε, η καθημερινότητα σε πρώτο επίπεδο πάντα) γιατί να το φωνάζει δηλαδή, σημαίνει πως πάει γυρεύοντας, και όλα κι όλα άμα πας γυρεύοντας το τρως το κεφάλι σου. Στάνταρ. Ενώ άμα κοιτάς τη δουλειά σου όλα οκέι, δε σε πειράζει κανείς. Αν βέβαια τώρα δεν έχεις δουλειά, αυτό σου δίνει το δικαίωμα να υποστηρίζεις δολοφόνους, αρκεί να λένε πως δεν είναι δολοφόνοι.

Ας υποθέσουμε λοιπόν πως ψήφισαν κάτι που τους φαινόταν επιθετικό προς το κράτος που τους κλέβει και τους αδικεί. «Να μπουν στη βουλή να τους δείρουν.» Μάλιστα. Τώρα αυτοί οι βουλευτές φαίνονται ακόμα πιο βίαιοι απέναντι στα ΜΜΕ που κοροϊδεύουν τον κόσμο, ακόμα πιο ανεπιθύμητοι στους πολιτικούς που κλέβουν και αδικούν τον κόσμο. Τέλεια;

 Ναι αλλά ας υποθέσουμε ότι-

Ξέρεις κάτι; Όχι. Δε θα μπω άλλο στη λογική όλων αυτών των ρατσιστών «ανυποψίαστων» ψηφοφόρων, όλων αυτών των ανθρώπων για τους οποίους η ανθρώπινη ζωή μετράει μόνο υπό προϋποθέσεις. Δε θέλω να μπω στο μυαλό τους. Θα μείνουν για πάντα αυτοί οι άγνωστοι. Οι απέναντι. Οι σκατόψυχοι. Να μην υποθέσουμε τίποτα. 

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

ένας άνθρωπος αρκετά θλιμμένος


  

Γνωρίζω έναν άνθρωπο αρκετά θλιμμένο. Είναι θλιμμένος εδώ και πολύ καιρό. Την πρώτη φορά που τον συνάντησα μου φάνηκε κοινωνικός, ύστερα γίναμε φίλοι και κατάλαβα πόσο μοναχικός είναι. Μου γνώρισε και τους άλλους φίλους του, κάναμε παρέα, κουβεντιάσαμε με τις ώρες, ξενυχτήσαμε, γελάσαμε πολύ, θλιμμένοι όλοι και μοναχικοί. Αν σου φαίνεται παράξενο που οι θλιμμένοι γελούν και οι μοναχικοί έχουν φίλους, μπορείς να σταματήσεις εδώ. Αν το βρίσκεις αυτονόητο, συνεννοηθήκαμε.


Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν είχε επιλέξει να ζει με έναν τρόπο που τον ικανοποιούσε κάπως. Tου επέτρεπε τουλάχιστον να διαβάζει, να βλέπει ταινίες, παραστάσεις, να ακούει μουσική, να αγαπάει ανθρώπους, να σκέφτεται. Τα γύρω-γύρω δεν τον απασχολούσαν. Είχε πάντα τη δυνατότητα να επιλέξει το δικό του κόσμο και να νιώθει ασφαλής μέσα σε αυτόν.

Και ξαφνικά έπεσε μαύρο. Ή μάλλον όχι και τόσο ξαφνικά. Έπεφτε μαύρο σιγά-σιγά. Από κάποια χρονική στιγμή που ίσως να μην καταφέρει ποτέ αυτός ο άνθρωπος να προσδιορίσει, το χυδαίο, το κακόγουστο, όλο αυτό που δεν είχε καμία αξία γύρω του άρχισε να γίνεται επιθετικό. Εκείνος συνέχιζε να το σνομπάρει, αλλά αυτό είχε ήδη σταματήσει να τον σνομπάρει όπως πριν. Γιατί στην πραγματικότητα το χυδαίο δεν τον σνόμπαρε ποτέ. Τον φθονούσε βαθιά και προσπαθούσε συχνά να ειρωνευτεί τον ακατανόητο κόσμο του ανθρώπου μας.

Και τότε έπεσε μαύρο. Σε μια οθόνη. Όχι του υπολογιστή αλλά της τηλεόρασης. Από τον υπολογιστή το έμαθε βέβαια γιατί την τηλεόραση την άνοιγε πολύ σπάνια, την είχε στο σπίτι εθιμικά ας πούμε. Άλλωστε η τηλεόραση πρόβαλλε όλο αυτό που δεν τον αφορούσε. Το μαύρο όμως το έριξαν σε κείνο το σημείο της τηλεόρασης που αντιπροσώπευε ένα μικρό κομμάτι από τη δική του αισθητική. Επίσης το μαύρο το έριξαν με τρόπο που απέδειξε ότι ζούμε σε μια κοινωνία χωρίς δημοκρατία, και αυτό ήταν ένα μεγάλο σοκ για το θλιμμένο άνθρωπο που με όλα αυτά που έχει διαβάσει, δει, σκεφτεί, δεν μπορεί παρά να θέλει δημοκρατία.

Γνωρίζω έναν άνθρωπο που ήταν αρκετά θλιμμένος αλλά τώρα επιτέλους είναι θυμωμένος. Επιτέλους βγήκε στο δρόμο. Είναι δίπλα μου. Εγώ θα μείνω έτσι κι αλλιώς. Αλλά αν αυτός ο άνθρωπος απογοητευτεί, δε θα έχουμε καμία ελπίδα.