Παρασκευή 18 Οκτωβρίου, ώρα 8 περίπου, μετρό Συντάγματος. Γυρίζω σπίτι.
Και άλλοι πολλοί άνθρωποι γυρίζουν σπίτι, ή όπου αλλού. Είμαστε όλοι
κουρασμένοι και θλιμμένοι. Κοιτάζω τους απέναντι, αυτούς που θα πάνε προς την
άλλη κατεύθυνση, το ίδιο κουρασμένοι και θλιμμένοι. Μου είναι όλοι γνώριμοι. Έχουμε
συναντηθεί πολλές φορές, εμείς ή άλλοι. Στην ίδια κατάσταση.
Κι όμως, κάτι έχει αλλάξει. Έχω τη φευγαλέα εντύπωση πως κάτι έχει
αλλάξει, κάτι έχει προστεθεί σ’ αυτό το τόσο συνηθισμένο γκρίζο σκηνικό.
Παρατηρώ λίγο καλύτερα. Μα ναι, πώς δεν το πρόσεξα αμέσως! Το πλήθος που
περιμένει τον απέναντι συρμό δεν είναι πια σκέτο γκρίζο, έχουν και λίγο χρώμα
στην πλάτη τους. Κάτι κίτρινο με μια μικρή ζωγραφιά και μερικές λέξεις.
Ξαφνικά θυμήθηκα όλη τη συζήτηση της προηγούμενης μέρας για την καμπάνια
με τον Καβάφη στα μέσα μαζικής μεταφοράς. «Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.»
Αυτό έγραφε στον τοίχο. Ή μάλλον όχι στον τοίχο. Σε ένα μεγάλο κίτρινο αυτοκόλλητο
στο οποίο διακρίνονταν κάπως τα χωρίσματα από τα πλακάκια που η ποίηση είχε
καλύψει.
Θυμήθηκα όλη τη συζήτηση κυρίως για το στίχο «είν’ επικίνδυνον πράγμα η
βία», τα είπαν όλοι, τα είπε ο Σαραντάκος καλύτερα απ’ όλους. Όμως εκείνη την
ώρα ήμουν πολύ κουρασμένη για να σκεφτώ. Εκείνη την ώρα μόνο χάζευα. Και το
μόνο που ένιωσα ήταν ότι ο Καβάφης δεν είχε θέση εκεί. Σ’ ένα
δεν-έχω-σήμερα-κεφάλι-για-δουλειά, σ’ ένα αδιάφορο σκίτσο με γυαλάκια και σ’ ένα
ίδρυμα Ωνάση πάνω σε κίτρινο αυτοκόλλητο πάνω στα πλακάκια της αποβάθρας.
Ή μάλλον ο Καβάφης έχει θέση εκεί. Μπορώ να διακρίνω μερικούς ανθρώπους
απέναντι που περιμένουν το μετρό διαβάζοντας. Εκεί είναι ο Καβάφης χωρίς
αυτοκόλλητο. Μπορώ να διακρίνω τον Καβάφη και σε αυτούς που δε διαβάζουν στο
μετρό. Ακόμα και σ’ αυτούς που δε διαβάζουν ποτέ, κι ας μην το ξέρουν. Υπάρχει περίπτωση
να το μάθουν. Όχι διαβάζοντας από περιέργεια «αυτό το κουλ τυπάκι με τα γυαλιά
που λέει ότι δεν έχει κεφάλι για δουλειά». Ακόμα κι αν όλο αυτό μπορούσε να
θεωρηθεί ως ένα «κόλπο» για να τον διαβάσουν (λέμε τώρα) ε όχι, δεν του αξίζει
του Καβάφη αυτό το καροτάκι.
Τέλος πάντων, γύρισα σπίτι και μετά σκέφτηκα πως κοίταξα μόνο στους
απέναντι και δε γύρισα από περιέργεια να δω αν είχα κι εγώ Καβάφη στην πλάτη
μου. Παίζει να ντράπηκα τον Ποιητή.