Η στίξη εμφανίζεται ως υπέρμαχος της σαφήνειας, που είναι εξ ορισμού πολύτιμη βοηθός του λόγου. Αλλά πίσω από τη μάσκα της αυτή κρύβει τους δόλιους σκοπούς της.
Η τελεία είναι το μόνο λιτό και απέριττο αξεσουάρ. Ολοκληρώνεται το νόημα, ζωγραφίζεις ένα μικρό σημάδι και ξεκινάς καινούργια νοήματα μ’ ένα γενναίο κεφαλαίο. Σε κάποιες περιπτώσεις η απουσία της ίσως να σήμαινε και χάος. «Μάθε να βάζεις τελείες» σου γράφουν οι δάσκαλοι για παρατήρηση στις παιδικές εκθέσεις και είναι η πρώτη φορά στη ζωή σου που ακούς αυτή τη συμβουλή και η τελευταία που αφορά σε έκθεση ιδεών και όχι συναισθημάτων.
Η τελεία μπορεί να είναι και άνω. Λιγότερο αποφασιστική, δυσκολεύεται κάπως να αποχωριστεί τα προηγούμενα. Κάτι σαν δίλημμα ανάμεσα στην τελεία και το κόμμα. Πρόκειται μάλιστα για κείνο το σημείο της στίξης που αποτελεί ανεξιχνίαστο μυστήριο του πληκτρολογίου. Σα να θέλει η τεχνολογία να σου κάνει ακόμα πιο δύσκολο το δισταγμό σου. Κι έτσι σε αναζήτηση κόπι πέιστ βάζεις ένα «πήραμε τη ζωή μας λάθος», έτσι σημειολογικά να σου βγει και το σημείο, κι ας ντρέπεσαι λίγο που επικαλείσαι τον ποιητή επί ματαίω.
Παύση είναι και το κόμμα αλλά αυτό έχει λίγη γκρίνια. Γι’ αυτό άμα είσαι κι επιρρεπής, εύκολα θα γεμίσεις σελίδες με καμπυλωτά μουρμουριστά σημαδάκια.
Ξεκάθαρο στόχο έχει το ερωτηματικό (αν εξαιρέσουμε βέβαια τη ρητορική του μεταμφίεση). Ρωτάει ο άνθρωπος. Ευθέως κι επιμόνως. Κι αν στον προφορικό λόγο υπάρχει το καταφύγιο του δήθεν αδιάφορου, καμιά ερώτηση δε γλυτώνει το με νοιάζει που δηλώνει η καταγραφή της.
Απροκάλυπτα χαρωπή η διάθεση του θαυμαστικού. Το αναγκάζουν πού και πού να συνοδεύει πιο σοβαρές εντάσεις, έναν τρόμο, μια αγανάκτηση, όμως κάτι σαν κλείσιμο ματιού μού φαίνεται πως το φέρει. Όπως και να το κάνεις, μια ανάλαφρη εσάνς τη διαθέτει, δεν μπορεί να εκφράσει το δέος ή το πάθος το βαρύ.
Παύλες, παρενθέσεις, εισαγωγικά, ό,τι βγαίνει σε ζευγάρι, είτε για να υποσημειώσει είτε για να υπογραμμίσει, αποδεικνύει ενίοτε την υποτίμηση ή την υπερτίμηση μιας πληροφορίας αντιστοίχως. Αν εξαιρέσεις τα σχολικά βιβλία, όπου οι παρενθέσεις είναι συχνά αριθμοί, τοπωνύμια ή άλλη ταλαιπωρία, τις περισσότερες φορές όσα παρεντίθενται είναι αποκαλυπτικότερα της ουσίας απ’ όλα τα υπόλοιπα που απλώς τίθενται. Τα εισαγωγικά ξιπάζονται κάπως και δε μου αρέσουν πολύ.
Οι τρεις τελείες αν και πληθωρικές στον αριθμό, έχουν επίσημο όνομα που δηλώνει φειδώ στην έκφραση και αποσιώπηση. Όμως εδώ συμβαίνει ό,τι ακριβώς και στον προφορικό το λόγο. Η πραγματική κρυψίνοια δεν έχει υπόνοια. Γιατί άμα θες πραγματικά να κρύψεις κάτι, δεν αφήνεις στο δρόμο μικρά αποσιωπητικά χαλίκια.
Πάντα μου προκαλούσε αμηχανία η άνω και κάτω τελεία. Αισθανόμουν ότι αυτό που ακολουθούσε έπρεπε να είναι απόλυτα σαφές, περιεκτικό και σύντομο. Δύσκολα πράγματα...
ΑπάντησηΔιαγραφή....με πολλά αποσιωπητικά ευγε...
ΑπάντησηΔιαγραφή